- ραθυμώ
- ῥαθυμῶ, -έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος]είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.)νεοελλ.1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι3. αραθυμώ, λιποθυμώ4. περιμένω κάτι εναγωνίως, ανυπομονώ («και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω», Ερωτόκρ.)αρχ.1. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες, αναπαύομαι («τῇ δ' ἑξῆς ἀναπαύεσθαι καὶ ῥαθυμεῑν», Πολ.)2. παθ. ῥαθυμοῡμαι, -έομαιπαραμελούμαι, περιφρονούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.